τριακοσαριά

τριακοσαριά
η, Ν
βλ. τρακοσαριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρακοσαριά — και τριακοσαριά η, Ν (συν. στη φρ.) «καμιά τρακοσαριά» περίπου τριακόσιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρ(ι)ακόσιοι / τρ(ι)ακόσοι + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • κανείς — και κανένας και κάνας θηλ. καμιά ουδ. κανένα και κάνα αόρ. αντων. 1. σε προτάσεις ερωτηματικές ή και καταφατικές σημαίνει ένας τουλάχιστο, έστω και ένας, κάποιος: Έχεις κανένα μολύβι που να μην το χρειάζεσαι; 2. ούτε ένας: Κανέναν δε φοβήθηκα από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρ(ι)ακοσαριά — περιλ. αριθμ., τριακόσιοι περίπου: Ήταν καμιά τριακοσαριά. τρακοσαριά η περίπου τριακόσιοι: Καμιά τρακοσαριά μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”